συναπίσταμαι

συναπίσταμαι
Α
ιων. τ. βλ. συναφίστημι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναφίστημι — ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. συναπίσταμαι και αττ. τ. ξυναφίστημι Α παθ. συναφίσταμαι επαναστατώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον μσν. αποχωρώ, αποσύρομαι αρχ. 1. γίνομαι αίτιος τής αποστασίας κάποιου 2. κινώ σε επανάσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”